-
1 мембрана
η μεμβράνη, το διάφραγμαводонепроницаемая - το υδατοστεγανό διάφραγμα, υδατοστεγής -плазматическая - см.клеточная -предохранительная - τηςασφαλείας, το προστατευτικό διάφραγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мембрана
-
2 диафрагма
1. мед. το διάφραγμα 2. (φο-тографическая) το διάφραγμα της φωτογραφικής μηχανής 3. (измерительная) η διάτρητη πλάκα μέτρησης (της ροής, κατανάλωσης κ.λπ.) 4. (плотины) το τείχωμα εξουδετέρωσης φιλτραρίσματος (εσωτερικώς του φράγματος) 5. (элемент конструкции) η πλάκα ή πλέγμα (ενίσχυσης) б.(регулирующая) гидр. η διάτρητη πλάκα ρύθμισης της ροής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диафрагма
-
3 манометр
το μανόμετρο, το θλιβόμετρο. - абсолютного давления - απόλυτης πίεσηςвакуумный - см. вакуумметрводяной - μέτρησης ύδα-τος/νερούмасляный - λαδιού/ελαίου- εργασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манометр
-
4 диафрагма
-
5 перегородка
перегородка ж το χώρισμα, το διάφραγμα· ο μεσότοιχος (между комнатами)* * *жτο χώρισμα, το διάφραγμα; ο μεσότοιχος ( между комнатами) -
6 перегородка
перегородкаж1. τό χώρισμα, τό διάφραγμα, τό διατοίχισμα·2. перен τό διάφραγμα, ὁ φραγμός. -
7 перегородка
-и θ.διάφραγμα•перегородка носа το ρινικό διάφραγμα.
|| (δια)χώρισμα μεσοχώ-ρισμα, διατοίχισμα, μεσότοιχος. || μτφ. διαχωρισμός, φραγμός•уничтожить сословные -и καταργώ τις διακρίσεις των κοινωνικών στρωματων.
-
8 вьюшка
1. (крышка или задвижка в дымоходе) το κινητό διάφραγμα ρύθμισης της έντασης καύσης (θερμάστρας/σόμπας), ο καπνοσύρτης, ο καπνοφράκτης 2. мор. το τύμπανο του καλωδίου/σύρματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вьюшка
-
9 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
10 демпфер
тех. о αποσβεστήρας (των κραδασμών/ταλαντώσεων), ο απορροφητής των κραδασμών- вибраций - των δονήσεων, ο παλμοσβέστηςτο ντάμπερ (ξεν.)воздушный - ο αεροφράχτης, το διάφραγμα του αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > демпфер
-
11 дефлектор
1. тех. το ρυθμιστικό διάφραγμα, ο εκτροπέας της ροής αερίων των υγρών, ηχητικών κυμάτων, υλικών χύδην/σε χήμα 2. горн. το σύστημα εξαερισμού μέσω της ροής του ανέμου στο άνω μέρος του οχετού (της τσιμινιέρας) 3. (компаса) о ρυθμιστής, το μαγνητικό όργανο μέτρησης και διόρθωσης της παρεκτροπής (της πυξίδας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлектор
-
12 дисплей
1. (система) το σύστημα οπτικής απεικόνισης των πληροφοριών, το ντισπλέι (ξεν.) 2. (экран) о ενδείκτης του ραντάρτο διάφραγμα επί του οποίου εμφανίζονται οι εικόνες του στόχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дисплей
-
13 диффузор
1. физ. о διάχυτης, ο ραντιστή ρας 2. (аэродинамических труб) о οχετός επιβράδυνσης της ροής και της αύξησης της πίεσηςсверхзвуковой - (аргд.) - υπερηχητικής ροής3. (громкоговорителя) το διάφραγμα, η ηχητική μεμβράνη 4. (в производстве глинозёма) η συσκευή εξαγωγής του βωξίτη από το διάλυμμα 5. (в пищевом производстве) η συσκευή εξαγωγής των στερεών από το διάλυμμαротационный - περιστρεφόμενη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диффузор
-
14 заслонка
тех. το διάφραγμα, η θυρίς, το ντάμπερ (ξεν.)срабатывание воздушной - и мор. ενεργοποίηση του - τος αέρα-карбюратора воздушная - αέρα του ανάμεικτη/καρμπυρατέρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заслонка
-
15 микрофон
το μικρόφωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрофон
-
16 обтюратор
(тех., фото, мед.) το διάφραγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обтюратор
-
17 переборка
1. (вид ремонта) η επιθεώρηση, η επισκευή με εξάρμωση 2. (перегородка) το διάφραγμα, η φρακτή, разг. το χώρισμαвнутренние - и танков мор. τα εσωτερικά τοιχώματα των δεξαμενώνводонепроницаемая - υδατοστεγανό/υδατοστεγές -3. (πο-лигр.) η επανατοποθέτηση, η ανασύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переборка
-
18 перегородка
το χώρισμα, το διάφραγμα, ο μεσότοιχος, το τοίχωμαвентиляционная горн. - του εξαερισμούпротивопожарная - πυροπροστασίας, πυρίμαχο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегородка
-
19 перепонка
το διάφραγμα, η μεμβράνη, ο υμέναςбарабанная - ο τυμπανικός υμένας, το τύμπανοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перепонка
-
20 регистр
1. вчт. о καταχωρητής (ενδιάμεση μνήμη) του Η/Υ 2. (заслонка системывентиляции) η δικλείδα, το διάφραγμα 3.(наборной машины, пишущей машинки,компьютера и т.п.) το πληκτρολόγιο 4. мор. о νηογνώμων,о νηογνώμονας 5. муз. η κλίμακα 6.(список, указатель) о κατάλογος, το μητρώοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регистр
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάφραγμα — partition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
διάφραγμα — το 1. (ιατρ.), υμένας που διαχωρίζει εσωτερικά όργανα του σώματος: Έχει μάθει να αναπνέει σωστά χρησιμοποιώντας το θωρακικό διάφραγμα. 2. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονοστάσιο ή εικονοστάσι — Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων … Dictionary of Greek
διαφραγμάτων — διάφραγμα partition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασι — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασιν — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματα — διάφραγμα partition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματι — διάφραγμα partition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματος — διάφραγμα partition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek